- επιρρυθμίζω
- ἐπιρρυθμίζω (Α) [ρυθμίζω]1. (για στίχους) φέρνω σε ρυθμό, ρυθμοποιώ2. ντύνω με απλότητα, στολίζω («ἐς τὸ ἀφελές καὶ ἀκόσμητον ἑαυτήν ἐπερρύθμιζε», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρρυθμίζει — ἐπιρρυθμίζω remould pres ind mp 2nd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind act 3rd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind mp 2nd sg ἐπιρρυθμίζω remould pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρυθμίζειν — ἐπιρρυθμίζω remould pres inf act (attic epic) ἐπιρρυθμίζω remould pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρύθμιζεν — ἐπιρρυθμίζω remould imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρυσμίζω — ἐπιρρυσμίζω (Α) ιων. τ. αντί ἐπιρρυθμίζω* … Dictionary of Greek